- ἐπιχειρήσω
- ἐπιχειρέωput one's hand toaor subj act 1st sgἐπιχειρέωput one's hand tofut ind act 1st sgἐπιχειρέωput one's hand toaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀπιχειρήσω — ἐπιχειρήσω , ἐπιχειρέω put one s hand to aor subj act 1st sg ἐπιχειρήσω , ἐπιχειρέω put one s hand to fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδέχομαι — (AM ἐπιδέχομαι) επιτρέπω («η εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή») μσν. απρόσ. ἐπιδέχεται φαίνεται αρχ. 1. δέχομαι επί πλέον («ὡς ἐπεδέκοντο οί Θεσπιέες πολιήτας», Ηρόδ.) 2. δέχομαι κάποιον σπίτι μου ή αλλού, υποδέχομαι 3. αναλαμβάνω να επιχειρήσω… … Dictionary of Greek